- αργομισθία
- ητο να είναι κανείς αργόμισθος (βλ. λ.), η θέση και ο μισθός του αργόμισθου: Ζητούσε από το νέο δήμαρχο όχι δουλειά, αλλά αργομισθία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.