αργομισθία

αργομισθία
η
το να είναι κανείς αργόμισθος (βλ. λ.), η θέση και ο μισθός του αργόμισθου: Ζητούσε από το νέο δήμαρχο όχι δουλειά, αλλά αργομισθία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργομισθία — η 1. μισθοδοσία χωρίς να προσφέρεται υπηρεσία 2. ο μισθός τον οποίο παίρνει ο αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργόμισθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”